- έμφρουρος
- ἔμφρουρος, -ον (Α)1. αυτός που έχει ή τοποθετεί φρουρά για τη δική του προστασία («ἅτ' ἐμφρούρων ὄντων Ἀθηναίων», Ξεν.)2. αυτός που εκτελεί υπηρεσία φρουρού3. αυτός που φρουρείται, φρουρούμενος, επιτηρούμενος4. φυλακισμένος, σε περιορισμό.
Dictionary of Greek. 2013.